- αμπελιάτικα
- τα1) налог на виноградник; 2) плата за работу на винограднике или за охрану его
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπελιάτικα — τα 1. ο (καταργημένος) γεωργικός φόρος τής αμπέλου 2. η αμοιβή τού αμπελοφύλακα 3. η δαπάνη για την καλλιέργεια τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κατάλ. ιάτικα «χρήματα, αμοιβή για...» (πρβλ. αμαξιάτικα, λιμανιάτικα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αμπελιάτικο, το — και συνηθέστ. στον πληθ., αμπελιάτικα 1. ο φόρος για το αμπέλι: Δεν είχαν ακόμη πληρώσει και τα αμπελιάτικα. 2. η αμοιβή των εργατών του αμπελιού: Ανέβηκαν πολύ εφέτος τα αμπελιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek